κοράκιο

κοράκιο
το
ασθένεια τών αιγοπροβάτων που προέρχεται από υπερβολική δίψα και αναγνωρίζεται από μια μελανή μεμβράνη κάτω από τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποχωρητ. παρ. τού κορακιάζω (πρβλ. γέλ-ιο < γελώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοράκιο — το ασθένεια των αιγοπροβάτων από έλλειψη νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορακιάζω — [κοράκι] 1. γίνομαι όμοιος με κόρακα, μαυρίζω σαν τον κόρακα 2. βήχω με κορακόβηχα 3. (για αιγοπρόβατα) πάσχω από τη νόσο κοράκιο 4. διψώ υπερβολικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”